Διαβητικό πόδι
Το διαβητικό πόδι αποτελεί μία από τις συχνότερες επιπλοκές του Σακχαρώδους Διαβήτη.
Με τον όρο διαβητικό πόδι εννοούμε την κλινική κατάσταση κατά την οποία παρατηρούνται δερματικές και οστικές αλλοιώσεις στα κάτω άκρα ατόμων που πάσχουν από Σ.Δ. και είναι απόρροια διαβητικής περιφερικής νευροπάθειας ή περιφερικής αρτηριακής νόσου ή συνδυασμός και των 2. Οι βλάβες αυτές περιλαμβάνουν εξελκώσεις με φλεγμονές γειτονικών ιστών ή και γαγγραινώδεις αλλοιώσεις, που μπορεί να οδηγήσουν μέχρι και στον ακρωτηριασμό.
Παθογένεια
Η περιφερική νευροπάθεια, ως επιπλοκή του Σ.Δ., οδηγεί σε διαταραχή της αισθητικότητας και απώλεια της αντίληψης του πόνου και της θερμοκρασίας (ζεστό, κρύο). Κατά συνέπεια, ο ασθενής μπορεί να υφίσταται θερμικές βλάβες και τραυματισμούς, οι οποίοι- λόγω έλλειψης πόνου -δε γίνονται αντιληπτοί και δεν αντιμετωπίζονται κατάλληλα. Επίσης, δημιουργούνται υπερκερατώσεις (κάλοι), ιδίως στα πέλματα, οι οποίες προδιαθέτουν με τη σειρά τους την εμφάνιση ελκών. Όταν οι βλάβες επεκταθούν και στα κινητικά νεύρα, τότε προκαλείται ατροφία μυών, παραμορφώσεις δακτύλων όπως σφυροδακτυλία, γαμψοδακτυλία και πτώση του προσθίου ποδός, καθιστώντας τις κεφαλές των μεταταρσίων ιδιαίτερα ευαίσθητες περιοχές, καθώς υφίστανται αυξημένες πιέσεις λόγω του βάρους του σώματος. Η προσβολή των αυτόνομων νεύρων που κατά κανόνα συνυπάρχει με την περιφερική νευροπάθεια οδηγεί σε δυσλειτουργία των ιδρωτοποιών αδένων και σε εμφάνιση ξηροδερμίας, που συμβάλλει στη δημιουργία των ελκών.
Η περιφερική αρτηριακή νόσος, που προσβάλλει συνήθως τα άτομα με Σ.Δ και συνυπάρχει με τη νευροπάθεια, οδηγεί συχνότερα στην εμφάνιση ελκών, τα οποία λόγω της κακής κυκλοφορίας του αίματος επουλώνονται δυσκολότερα. Η αρτηριοπάθεια σε Σ.Δ αφορά τις αρτηρίες κάτω από την περιοχή του γονάτου. Όσο περισσότερο παραμένουν ανοιχτά τα έλκη, τόσο μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος σοβαρής λοίμωξης.
Διάγνωση
-
Νευροπάθειας: ΚΛΙΝΙΚΑ
-
Ισχαιμίας: ΚΛΙΝΙΚΑ, Doppler, +/- Αγγειογραφία
-
Oστικές Παραμορφώσεις: Ακτινογραφία
-
Λοιμώξεις: Καλλιέργεια αίματος, ακτινογραφία για οστεομυελίτιδα, δείγματα με βούρτσα
Ποια συμπτώματα θα μας κάνουν να απευθυνθούμε στο γιατρό;
-
Πόνος
-
Αλλαγή χρώματος
-
Δυσάρεστη οσμή
-
Εμφάνιση κάλου
-
Παρουσία έλκους
-
Παραμόρφωση ποδός
-
Πρήξιμο
Στην περίπτωση που έχει ήδη δημιουργηθεί το έλκος, η θεραπεία περιλαμβάνει:
-
Ρύθμιση σακχάρου
-
Έλεγχος πιθανών λοιμώξεων. Οι συνηθέστεροι μικροοργανισμοί είναι οι Σταφυλόκοκκοι, Στρεπτόκοκκοι και τα Αναερόβια. Σε ενδεχόμενη κυτταρίτιδα ίσως χρειασθεί η εισαγωγή στο νοσοκομείο για την IV χορήγηση αντιβιοτικών.
-
Χειρουργική επέμβαση των κεφαλών των μεταταρσίων ίσως είναι απαραίτητη.
Απόλυτες ενδείξεις χειρουργικής επέμβασης
-
Σοβαρή ισχαιμία - γάγγραινα/πόνος στην ηρεμία
-
Εκτεταμένη αναερόβια λοίμωξη
-
Απόστημα ή εν τω βάθει λοίμωξη
-
Πυογενής αρθρίτιδα
Κατάλληλα μέτρα προφύλαξης και αποφυγής εξέλκωσης
-
Καθημερινή πλύση ποδιών με χλιαρό νερό. Αποφυγή καυτού νερού και σχολαστικό στέγνωμα ποδιών, ιδιαίτερα ανάμεσα στα δάχτυλα
-
Χρήση ενυδατικής κρέμας, έαν το δέρμα είναι ξηρό, αλλά όχι όμως ανάμεσα στα δάχτυλα
-
Προσεχτικό κόψιμο νυχιών
-
Στενή παρακολούθηση των ποδιών και των πελμάτων για πιθανούς τραυματισμούς
-
Αποφεύγουμε να περπατάμε ξυπόλητοι
-
Αποφυγή στενών παπουτσιών. Φοράμε άνετα και μαλακά παπούτσια. Ελέγχουμε το εσωτερικό τους για προεξοχές ή ξένα αντικείμενα
-
Αποφυγή χρήσης θερμοφόρων ή άλλων θερμαντικών συσκευών
-
Δεν πειράζουμε κάλους ή νεοεμφανιζόμενες φουσκάλες
Διαβητικό πόδι
Το διαβητικό πόδι αποτελεί μία από τις συχνότερες επιπλοκές του Σακχαρώδους Διαβήτη.
Με τον όρο διαβητικό πόδι εννοούμε την κλινική κατάσταση κατά την οποία παρατηρούνται δερματικές και οστικές αλλοιώσεις στα κάτω άκρα ατόμων που πάσχουν από Σ.Δ. και είναι απόρροια διαβητικής περιφερικής νευροπάθειας ή περιφερικής αρτηριακής νόσου ή συνδυασμός και των 2. Οι βλάβες αυτές περιλαμβάνουν εξελκώσεις με φλεγμονές γειτονικών ιστών ή και γαγγραινώδεις αλλοιώσεις, που μπορεί να οδηγήσουν μέχρι και στον ακρωτηριασμό.
Παθογένεια
Η περιφερική νευροπάθεια, ως επιπλοκή του Σ.Δ., οδηγεί σε διαταραχή της αισθητικότητας και απώλεια της αντίληψης του πόνου και της θερμοκρασίας (ζεστό, κρύο). Κατά συνέπεια, ο ασθενής μπορεί να υφίσταται θερμικές βλάβες και τραυματισμούς, οι οποίοι- λόγω έλλειψης πόνου -δε γίνονται αντιληπτοί και δεν αντιμετωπίζονται κατάλληλα. Επίσης, δημιουργούνται υπερκερατώσεις (κάλοι), ιδίως στα πέλματα, οι οποίες προδιαθέτουν με τη σειρά τους την εμφάνιση ελκών. Όταν οι βλάβες επεκταθούν και στα κινητικά νεύρα, τότε προκαλείται ατροφία μυών, παραμορφώσεις δακτύλων όπως σφυροδακτυλία, γαμψοδακτυλία και πτώση του προσθίου ποδός, καθιστώντας τις κεφαλές των μεταταρσίων ιδιαίτερα ευαίσθητες περιοχές, καθώς υφίστανται αυξημένες πιέσεις λόγω του βάρους του σώματος. Η προσβολή των αυτόνομων νεύρων που κατά κανόνα συνυπάρχει με την περιφερική νευροπάθεια οδηγεί σε δυσλειτουργία των ιδρωτοποιών αδένων και σε εμφάνιση ξηροδερμίας, που συμβάλλει στη δημιουργία των ελκών.
Η περιφερική αρτηριακή νόσος, που προσβάλλει συνήθως τα άτομα με Σ.Δ και συνυπάρχει με τη νευροπάθεια, οδηγεί συχνότερα στην εμφάνιση ελκών, τα οποία λόγω της κακής κυκλοφορίας του αίματος επουλώνονται δυσκολότερα. Η αρτηριοπάθεια σε Σ.Δ αφορά τις αρτηρίες κάτω από την περιοχή του γονάτου. Όσο περισσότερο παραμένουν ανοιχτά τα έλκη, τόσο μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος σοβαρής λοίμωξης.
Διάγνωση
-
Νευροπάθειας: ΚΛΙΝΙΚΑ
-
Ισχαιμίας: ΚΛΙΝΙΚΑ, Doppler, +/- Αγγειογραφία
-
Oστικές Παραμορφώσεις: Ακτινογραφία
-
Λοιμώξεις: Καλλιέργεια αίματος, ακτινογραφία για οστεομυελίτιδα, δείγματα με βούρτσα
Ποια συμπτώματα θα μας κάνουν να απευθυνθούμε στο γιατρό;
-
Πόνος
-
Αλλαγή χρώματος
-
Δυσάρεστη οσμή
-
Εμφάνιση κάλου
-
Παρουσία έλκους
-
Παραμόρφωση ποδός
-
Πρήξιμο
Στην περίπτωση που έχει ήδη δημιουργηθεί το έλκος, η θεραπεία περιλαμβάνει:
-
Ρύθμιση σακχάρου
-
Έλεγχος πιθανών λοιμώξεων. Οι συνηθέστεροι μικροοργανισμοί είναι οι Σταφυλόκοκκοι, Στρεπτόκοκκοι και τα Αναερόβια. Σε ενδεχόμενη κυτταρίτιδα ίσως χρειασθεί η εισαγωγή στο νοσοκομείο για την IV χορήγηση αντιβιοτικών.
-
Χειρουργική επέμβαση των κεφαλών των μεταταρσίων ίσως είναι απαραίτητη.
Απόλυτες ενδείξεις χειρουργικής επέμβασης
-
Σοβαρή ισχαιμία - γάγγραινα/πόνος στην ηρεμία
-
Εκτεταμένη αναερόβια λοίμωξη
-
Απόστημα ή εν τω βάθει λοίμωξη
-
Πυογενής αρθρίτιδα
Κατάλληλα μέτρα προφύλαξης και αποφυγής εξέλκωσης
-
Καθημερινή πλύση ποδιών με χλιαρό νερό. Αποφυγή καυτού νερού και σχολαστικό στέγνωμα ποδιών, ιδιαίτερα ανάμεσα στα δάχτυλα
-
Χρήση ενυδατικής κρέμας, έαν το δέρμα είναι ξηρό, αλλά όχι όμως ανάμεσα στα δάχτυλα
-
Προσεχτικό κόψιμο νυχιών
-
Στενή παρακολούθηση των ποδιών και των πελμάτων για πιθανούς τραυματισμούς
-
Αποφεύγουμε να περπατάμε ξυπόλητοι
-
Αποφυγή στενών παπουτσιών. Φοράμε άνετα και μαλακά παπούτσια. Ελέγχουμε το εσωτερικό τους για προεξοχές ή ξένα αντικείμενα
-
Αποφυγή χρήσης θερμοφόρων ή άλλων θερμαντικών συσκευών
-
Δεν πειράζουμε κάλους ή νεοεμφανιζόμενες φουσκάλες
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Γ. ΜΟΥΛΑΚΑΚΗΣ
Αναπληρωτής Καθηγητής Αγγειοχειρουργικής
Ιατρική Σχολή Πανεπιστημίου Αθηνών
Fellow of the European Board of Vascular Surgery (FEBVS)
Ιατρείο: Ανδρέα Παπανδρέου 132, TK: 16561, Γλυφάδα
Απογευματινό Ιατρείο "Αττικό" Νοσοκομείο (Ραντεβού 1535)
Επικοινωνίας Ιατρού: 6988585401
Διαχωρισμός της αορτής
Η αορτή είναι η μεγαλύτερη αρτηρία του σώματος και, μέσω των κλάδων της, μεταφέρει οξυγονωμένο αίμα από την καρδιά σε όλα τα όργανα και σε όλους τους ιστούς. Εκφύεται από τη βάση της αριστερής κοιλίας και αρχικά φέρεται προς τα άνω (ανιούσα αορτή), ύστερα κάμπτεται σαν τόξο προς τα πίσω και αριστερά (αορτικό τόξο) και τελικά κατέρχεται κατά μήκος της σπονδυλικής στήλης (κατιούσα θωρακική αορτή και κοιλιακή αορτή) ως το διχασμό της στις δύο κοινές λαγόνιες αρτηρίες στο ύψος της οσφύος.
Ο διαχωρισμός της αορτής είναι το επίμηκες “σχίσιμο” των χιτώνων της αορτής, το οποίο δημιουργεί έναν ψευδή και έναν αληθή αυλό, όπου κυκλοφορεί ή όχι αίμα. Αυτό το επίμηκες σχίσιμο των χιτώνων της αορτής ακολουθεί συνήθως μία ελικοειδή πορεία, η οποία είναι σχεδόν πάντα ίδια σε φορά και εξαρτάται από το στροβιλισμό του αίματος όταν αυτό εξέρχεται από την καρδιά κατά την καρδιακή συστολή.
Η πιο απλή ταξινόμηση της κατανομής της βλάβης είναι η ταξινόμηση κατά Stanford A και B. Ο διαχωρισμός τύπου Α ξεκινά από την ανιούσα αορτή και επεκτείνεται σε ένα μέρος ή σε όλο το μήκος της κατιούσας αορτής, ενώ ο διαχωρισμός τύπου Β ξεκινά μετά την έκφυση της αριστερής υποκλειδίου και επεκτείνεται σε ένα μέρος ή σε όλο το μήκος της κατιούσας αορτής.